- απότομος
- -η, -ο (AM ἀπότομος, -ον) [αποτέμνω]1. απόκρημνος2. αιφνίδιος, ξαφνικός, βίαιος3. μτφ. (για ανθρώπους ή ανθρώπινες εκδηλώσεις) τραχύς στη συμπεριφορά, ωμόςαρχ.1. αυστηρός, αδυσώπητος2. σύντομος3. απόλυτος, αυστηρά ακριβής.
Dictionary of Greek. 2013.