απότομος

απότομος
-η, -ο (AM ἀπότομος, -ον) [αποτέμνω]
1. απόκρημνος
2. αιφνίδιος, ξαφνικός, βίαιος
3. μτφ. (για ανθρώπους ή ανθρώπινες εκδηλώσεις) τραχύς στη συμπεριφορά, ωμός
αρχ.
1. αυστηρός, αδυσώπητος
2. σύντομος
3. απόλυτος, αυστηρά ακριβής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀπότομος — cut off masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απότομος — η, ο επίρρ. α 1. απόκρημνος: Στο μέρος εκείνο της παραλίας ορθώνονταν απότομα βράχια. 2. ξαφνικός, απροσδόκητος: Η κακοκαιρία ξέσπασε απότομα. 3. βίαιος, υβριστικός: Ήξερε πως ήταν άνθρωπος με τρόπους απότομους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποτομώτερον — ἀπότομος cut off masc acc comp sg ἀπότομος cut off neut nom/voc/acc comp sg ἀπότομος cut off adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτομώτατα — ἀπότομος cut off adverbial superl ἀπότομος cut off neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτομώτατον — ἀπότομος cut off masc acc superl sg ἀπότομος cut off neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτόμως — ἀπότομος cut off adverbial ἀπότομος cut off masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπότομον — ἀπότομος cut off masc/fem acc sg ἀπότομος cut off neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτομωτάταις — ἀπότομος cut off fem dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτομωτάτην — ἀπότομος cut off fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτομωτέρῳ — ἀπότομος cut off masc/neut dat comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”